- ἀνακόπτοντα
- ἀνακόπτωdrive backpres part act neut nom/voc/acc plἀνακόπτωdrive backpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъсѣкати — ОТЪСѢКА|ТИ (48), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отрезáть, отсекать: во ѹдесѣхъ гнилоѥ неицѣльноѥ имѹще || ѿсѣкаемъ бо˫ащесѧ. да не прочее то˫а же пагѹбы приемлеть тѣло. (ἐκκόπτομεν) ПНЧ к. XIV, 20–21; виногра(д)… посѣкаетсѧ. о [вм. и] ѡбрѣзаеть(с). окоповаетсѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek